ἐάσῃ

ἐάσῃ
ἐά̱σῃ , ἐάω
suffer
aor subj mid 2nd sg (attic epic doric aeolic)
ἐά̱σῃ , ἐάω
suffer
aor subj act 3rd sg (attic epic doric aeolic)
ἐά̱σῃ , ἐάω
suffer
fut ind mid 2nd sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δέομαι — (AM δέομαι) κάνω δέηση, ικετεύω, προσεύχομαι («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός») αρχ. μσν. έχω ανάγκη, χρειάζομαι κάτι («ἐδέοντο βοηθείας») αρχ. 1. επιθυμώ («μηδὲ δεῑσθαι τοῡ ἀπηγορευμένου» ούτε να… …   Dictionary of Greek

  • νυκτερευτής — (nyctereutes procyonoides). Θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών της τάξης των σαρκοφάγων. Λέγεται και βιβερρίδης ή μοσχαγαλίδης σκύλος, γιατί το επίμηκες σώμα του μοιάζει με τις μοσχογαλές ή βιβέρες, αν και η γενική εμφάνιση και η συμπεριφορά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”